убитый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

убитый - translation to πορτογαλικά


убитый      
morto ; (о человеке) assassinado ; {перен.} (подавленный) mortificado, abatido ; (угнетенный) deprimido ; morto (m)
ficar no campo      
быть убитым на месте
dormir como pedra, dormir como um morto      
спать как убитый

Ορισμός

убитый
1. м.
Тот, кто убит, насильственно лишен жизни.
2. прил.
1) а) Насильственно лишенный жизни.
б) перен. Погибший или погубленный, подавленный кем-л., чем-л.
2) перен. Выражающий полное отчаяние, крайнее горе, подавленность.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για убитый
1. Однако самым "засвеченным" оказался... убитый Алексей Денисов.
2. "Только через мой труп!" - возмущается убитый боец.
3. Среди местного населения насчитывается лишь один убитый.
4. Гляжу назад, сзади возится убитый осколком солдат.
5. Убитый - армянин, это, наверное, межнациональные разборки.